- ἀπολεπτυσμός
- ἀπολεπτ-υσμός, ὁ,A attenuation, Antyll. ap. Orib.6.10.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπολεπτυσμόν — ἀπολεπτυσμός attenuation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)